Ἄποικος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄποικος — away from home masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άποικος — ο αυτός που κατοικεί μακριά από την πατρίδα του ή την αρχική του πατρίδα: Όσοι πήγαιναν να κατοικήσουν στην ιδρυόμενη από τη μητρόπολη αποικία λέγονταν άποικοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἄποικον — ἄποικος away from home masc/fem acc sg ἄποικος away from home neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀποίκοις — Ἄποικος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποίκοις — ἄποικος away from home masc/fem/neut dat pl ἀποίκοις , ἀφικνέομαι arrive at aor opt act 2nd sg ἀπεοικώς to be unlike perf opt act 2nd sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀποίκου — Ἄποικος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποίκου — ἄποικος away from home masc/fem/neut gen sg ἀποί̱κου , ἀφικνέομαι arrive at aor ind mid 2nd sg (attic epic doric) ἀποίκου , ἀφικνέομαι arrive at aor ind mid 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀποίκους — Ἄποικος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποίκους — ἄποικος away from home masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)